λεπτολογίᾳ

λεπτολογίᾳ
λεπτολογίᾱͅ , λεπτολογία
subtle argument
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεπτολογία — λεπτολογίᾱ , λεπτολογία subtle argument fem nom/voc/acc dual λεπτολογίᾱ , λεπτολογία subtle argument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτολογία — η (Α λεπτολογία) [λεπτολόγος] η λεπτομερής εξέταση ενός πράγματος νεοελλ. η ιδιότητα τού λεπτολόγου αρχ. 1. η σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος 2. η κνιπότης* 3. πάπ. στρεψοδικία, ραδιουργία …   Dictionary of Greek

  • λεπτολογία — η 1. λεπτομερειακή εξέταση ενός πράγματος. 2. το να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα: Ασχολείται με λεπτολογίες και χάνει την ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτολογίας — λεπτολογίᾱς , λεπτολογία subtle argument fem acc pl λεπτολογίᾱς , λεπτολογία subtle argument fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτολογίαν — λεπτολογίᾱν , λεπτολογία subtle argument fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτολογιῶν — λεπτολογία subtle argument fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτολογίαις — λεπτολογία subtle argument fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτολόγημα — το (Α λεπτολόγημα) [λεπτολογώ] λεπτομερής και ακριβής εξέταση και διερεύνηση ενός θέματος, λεπτολογία νεοελλ. αυτό που εξετάστηκε ή ειπώθηκε με περιττή λεπτολογία ή ακρίβεια …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”